- πολυσυλλογισμός
- ο, Ν(φιλοσ.) σύνθετη μορφή συλλογισμού που αποτελεί συνεκτική ακολουθία επάλληλων και με εσωτερική αλληλουχία νοήματος συλλογισμών και στον οποίο τα συμπεράσματα τών προηγούμενων διαμορφώνουν τη λογική δομή τών υποθέσεων τών επόμενων συλλογισμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + συλλογισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θ. Λιβαδά].
Dictionary of Greek. 2013.